Η έρευνα, το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι της αρχαιολόγου Λιάνας Σταρίδα.
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
Πρόκειται για το καθολικό της γυναικείας Μονής της Αγίας Αικατερίνης των Βενεδικτίνων. Το ομώνυμο τάγμα ιδρύθηκε το 529 από τον άγιο Βενέδικτο στην Ιταλία. Οι Βενεδικτίνοι μοναχοί γνώρισαν άνθηση κατά τον Μεσαίωνα και απόκτησαν, εκτός από θρησκευτική, μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη.
Το μοναστήρι αποτυπώνεται στους χάρτες των Werdmüller με αρ. 5 ως S. Caterina de Monache και Coronelli με αρ. 93 ως S. Caterina Monache Benedittine. Εμφανίζεται, επίσης, στους καταλόγους IV 126 και V 129.
Στη διαθήκη του Ανδρέα Κορνάρου αναγράφεται ως Santa Caterina franca (Ίσως Santa Caterina delle Monache).
Σύμφωνα με τον Στέργιο Σπανάκη: «εκείτο εκεί όπου σήμερα η κατοικία Κουφάκη, βόρεια του Αρχαιολογικού Μουσείου, Ο. Τ. 89 και 12», στο μέσον περίπου της οδού Μαλικούτη και όλο το μοναστηριακό συγκρότημα έφτανε μέχρι την οδό Επιμενίδου.
Η περιοχή αυτή, μαζί με τις εγκαταστάσεις του μοναστηριού, έπαθε ανεπανόρθωτες ζημιές κατά τον σεισμό του 1856 και μόνο το καθολικό παρέμεινε σε ημιερειπωμένη κατάσταση.
Σε φωτογραφίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι., που απεικονίζουν το λιμάνι, διακρίνεται το ψηλό καθολικό της μονής, το οποίο κατεδαφίστηκε κατά τις εργασίες διάνοιξης της οδού Επιμενίδου στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (Μπεντενάκι)
Σε όλη την παραθαλάσσια περιοχή στην οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο μνημείο, έχουν αποκαλυφθεί αρχαιότητες σε μεγάλη έκταση που χρονολογούνται από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι και την ύστερη οθωμανική κυριαρχία.
Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τμήματα οχύρωσης με μονόλιθους δόμους μεγάλων διαστάσεων και ενός ισχυρότατου τετράπλευρου οχυρωματικού πύργου με χυτή τοιχοποιία και επένδυση από ασβεστολιθικές πλάκες, ίσως της περιόδου της Αραβοκρατίας ή της β΄ βυζαντινής περιόδου, τμήματα διαφόρων εγκαταστάσεων της οθωμανικής περιόδου με βοτσαλωτά και πλακόστρωτα δάπεδα, φρέατα, δεξαμενές και υπόγεια στοά με δύο τόξα, η οποία πιθανόν χρησίμευε ως αποθήκη πυρομαχικών.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών διαμόρφωσης του ισόπεδου τμήματος του παράκτιου τείχους στην περιοχή «Μπεντενάκι», μεταξύ της πλατείας 18 Άγγλων και της προς τα δυτικά ενετικής πύλης του Δερματά, αποκαλύφτηκαν ευρήματα διαφόρων ιστορικών περιόδων και οικοδομικών φάσεων. Κυρίαρχο εύρημα είναι η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης που βρίσκεται ανατολικά του καθολικού της Μονής του Αγίου Πέτρου, ίσως στο μοναστηριακό συγκρότημα ή δίπλα από αυτό.
Πρόκειται για ένα εντελώς άγνωστο μνημείο με στοιχεία που για πρώτη φορά αποκαλύπτονται στην πόλη του Ηρακλείου και αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια για την ιστορία της.
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης ταυτίστηκε με βάση χάρτες της περιόδου της ενετικής κυριαρχίας, όπου αναφέρεται ως κατεστραμμένος στα μέσα του 16ου αι. (1567) (Santa Catarina ruinata). Από την εκκλησία σώζονται ολόκληρη η κόγχη του ιερού με το δάπεδό της και το αποτύπωμα της Αγίας Τράπεζας καθώς και ίχνη τοιχογραφιών που απεικονίζουν τους Συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στον νότιο τοίχο διατηρούνται σε καλή κατάσταση τοιχογραφίες, ένα τμήμα των οποίων ανάγεται στο τέλος του 13ου αι. και απεικονίζει τη Δευτέρα Παρουσία και το μαρτύριο των κολασμένων. Το δεύτερο τμήμα ανάγεται στις αρχές του 14ου αι., αποτελεί εξαίρετο δείγμα της μακεδονικής σχολής ζωγραφικής και παριστάνει το μαρτύριο του αγίου Αντωνίου. Στον δυτικό τοίχο αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες με φυτικά και διακοσμητικά μοτίβα και παράσταση της Βαϊοφόρου, επίσης των αρχών του 14ου αι. Στη βόρεια κεραία της εκκλησίας βρέθηκαν δύο μεγάλα αρκοσόλια. Σε όλη την έκταση του δαπέδου σώζονται κτιστοί ορθογώνιοι τάφοι με περίτεχνα μαρμάρινα καλύμματα που φαίνεται να ανήκουν στην ενετική περίοδο και να αποτελούν προέκταση του κοιμητηρίου του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών που βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση, νοτιοδυτικά του αποκαλυφθέντος ναού. Βρέθηκαν ακόμα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, όπως τμήμα μαρμάρινου θωρακίου, επιγραφή με μονόγραμμα και οικόσημο, κοσμήτης με κτητορική επιγραφή που χρονολογείται στο 1233 μ.Χ. καθώς και κεραμική όλων των παραπάνω περιόδων.
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΩΝ ΣΙΝΑΪΤΩΝ
Επί οθωμανικής κυριαρχίας τέμενος Zulfukar Ali Pascia o Agia Katerini.
Πρόκειται για το καθολικό της σιναϊτικής Μονής της Αγίας Αικατερίνης που βρίσκεται βορειοανατολικά του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά. Ιδρύθηκε τη β’ βυζαντινή περίοδο και αποτέλεσε πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο από τον 15ο έως τον 17ο αι.
Ο Δόγης Petrus Ziani κατοχύρωσε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης την περιουσία που κατείχε το μετόχι της Μονής Σινά στον Χάνδακα, πριν από τη βενετική κατάκτηση. Επί πάπα Γρηγορίου του 10ου (1571-1576), ανοικοδομήθηκε ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο οποίος έγινε ονομαστός εξαιτίας της αγάπης των παπών προς το Σινά και γι’ αυτό τον λόγο λέγεται ότι ετάφη εκεί ο Αλέξιος Καλλέργης. Στη σιναϊτική σχολή της Αγίας Αικατερίνης, εκτός από την καλλιέργεια των γραμμάτων λειτουργούσε και εργαστήριο αγιογραφίας. Ο ενοριακός ναός αναφέρεται στους καταλόγους των εκκλησιών του Χάνδακα μετά το 1614.
Ο ναός ανήκει σε αρχιτεκτονική παραλλαγή του τύπου του σταυρεπίστεγου ναού στην οποία όχι μόνο η εγκάρσια καμάρα αλλά και ο χώρος του ιερού στεγάζονται χαμηλότερα από την κατά μήκος καμάρα. Στα βορειοανατολικά συγκοινωνεί με τρουλαίο παρεκκλήσι των αρχών του 17ου αι., αφιερωμένο στους Άγιους Δέκα Μάρτυρες.
Πάνω από τη θύρα της εισόδου του παρεκκλησίου υπάρχει η επιγραφή «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ Η ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΙΣ ΦΙΛΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥ» και η χρονολογία ΑΧΚ΄ (1620). Με τα εισοδήματα που διέθετε η Μονή ήταν σε θέση να συντηρεί πολλούς μοναχούς. Ήταν ένα από τα πλουσιότερα μοναστήρια της Κρήτης με 90 μοναχούς και 12 υπηρέτες, 9 εκκλησίες στην πόλη και σε κοντινά χωριά που τις ενοικίαζε σε παπάδες και 8 μοναστήρια, καθώς και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε όλη την Κρήτη.
Σε έγγραφο του 1609, το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών φαίνεται να ήταν και συνιδιοκτήτης φαρμακείου που βρισκόταν κοντά στην παλιά Λότζια. Σε ανέκδοτο έγγραφο σώζεται η μαρτυρία για την κατασκευή ρολογιού το 1643 από χρυσοχόο στο καμπαναριό του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών, «οδηά να σημένη και να ρεσποντέρη πάντα ητζή όρες, όπως το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου».
Πολλά έχουν γραφτεί και γράφονται ακόμα για την ελληνική σχολή της μεγάλης σιναϊτικής Μονής της Αγίας Αικατερίνης, που λέγεται ότι άρχισε να λειτουργεί από τα μέσα περίπου του 16ου αι. Η αλήθεια είναι ότι γύρω από τη σχολή αυτή έχει δημιουργηθεί ένας θρύλος και έχουν γραφτεί πολλές υπερβολές που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού έχουμε πολύ φτωχά στοιχεία στη διάθεσή μας.
Φαίνεται ότι πράγματι λειτούργησε κάποιο σχολείο στη μονή, μάλλον στοιχειώδους εκπαίδευσης, με τμήματα γραμματικής, λογικής, ρητορικής, μαθηματικών, ζωγραφικής, μουσικής, κ.ά. κατά τα πρότυπα των λατινικών μοναστηριών των πόλεων και των ορθόδοξων μονών της υπαίθρου. Ίσως οφείλει τη φήμη του το σχολείο αυτό στους δασκάλους του, ανάμεσα στους οποίους αναφέρονται γνωστά ονόματα λογίων του 16ου αι. όπως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, ο Πατριάρχης Μελέτιος Πηγάς, ο Επίσκοπος Εμμανουήλ Μαργούνιος. Η εκπαίδευση πρέπει να παρεχόταν δωρεάν στα μεγάλα καθολικά μοναστήρια του Χάνδακα, όπως στον Άγιο Φραγκίσκο, στον Άγιο Πέτρο και ίσως και σε άλλα. Η εκπαίδευση πάντως δεν πρέπει να ήταν συστηματική και επιπλέον ο κίνδυνος του προσηλυτισμού ήταν μεγαλύτερος, άρα αρκετοί ορθόδοξοι γονείς δεν θα ήταν πρόθυμοι να στέλνουν σε αυτά τους γιούς τους. Στη Μονή, ωστόσο, στεγάστηκε η περίφημη Ακαδημία των Stravagandi.
Στον περίβολο της Αγίας Αικατερίνης τάφηκε ο ιερομόναχος Ιερεμίας Παλλαδάς, γνωστός και φημισμένος για την εποχή του ζωγράφος. Στο εργαστήρι του είχαν ζωγραφιστεί οι σταυροί του τέμπλου της Τριμάρτυρης και της Αγίας Αικατερίνης πριν το 1633.
Αμέσως μετά την άλωση, η Αγία Αικατερίνη μετατράπηκε σε τζαμί και δωρίθηκε στον Ζουλφικάρ Μπέη Κετχουντά (εισηγητή) του Κιοπρουλή. Με τη μεσολάβηση του Παναγιωτάκη Νικούσιου, που ήταν τότε διερμηνέας του Κιοπρουλή, παραχωρήθηκε στους μοναχούς της Αγίας Αικατερίνης ο ναός του Αγίου Ματθαίου. Οι μοναχοί πήραν μαζί τους αρκετές από τις φορητές εικόνες που βρίσκονταν στην Αγία Αικατερίνη καθώς και τον άμβωνα. Ενώ στα βιβλία του Εφκαφίου η Αγία Αικατερίνη αναγραφόταν επίσημα ως Κετχουντά Μπέη τζαμισί, και οι Οθωμανοί και οι χριστιανοί την αποκαλούσαν Αγιά Κατερίνα. Μέχρι το 1880 πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου του ναού σωζόταν μαρμάρινο άγαλμα της Αγίας Αικατερίνης. Κατά τη διάρκεια επισκευών του τζαμιού το άγαλμα γκρεμίστηκε, γεγονός που εξόργισε τον τότε Οθωμανό δήμαρχο Ηρακλείου Παπουτσαλή, για τον λόγο ότι σκόπευε να το πουλήσει ακριβά στους χριστιανούς. Τα κομμάτια του αγάλματος τα περισυνέλεξαν χριστιανοί και τα μετέφεραν στον μικρό Άγιο Μηνά. Σήμερα εκτίθεται ακέφαλο στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Τσελεμπί: “τέτοιο τζαμί δεν υπάρχει άλλο μέσα στον Χάνδακα και ίσως σε όλες τις οθωμανικές χώρες. Ήταν εκκλησία των Ρωμιών και είχε ήδη πέτρινο θόλο. Στο εσωτερικό της δεν υπάρχει τίποτα ξύλινο. Οι πόρτες και οι τοίχοι της είχαν χρυσοποίκιλτα σχέδια. Τώρα έχει χίλιες φορές περισσότερα σχέδια και στολίδια. Όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με χρυσά σχέδια. Είναι ένα φωτεινό τζαμί. Το μιχράμπ είναι φτιαγμένο σύμφωνα με τη Σούνα και έχει μια απλή ομορφιά. Ο άμβωνας είναι φτιαγμένος από άσπρο σκαλιστό μάρμαρο και έχει σταλακτίτες. Στα δεξιά υπάρχει το υπερυψωμένο βήμα, το μαρμαροσκάλιστο θεωρείο του μουεζίνη και στα αριστερά υπάρχει ένα συμπληρωματικό κτίσμα του τζαμιού με ένα θόλο και τρεις πύλες. Η πύλη της κίμπλε είναι μεγάλη. Η μία μικρότερη βρίσκεται στα αριστερά και της αυλής στα δεξιά. Μπροστά από την πύλη της κίμπλε βρίσκεται ένα πανέμορφο σιντριβάνι από άσπρο μάρμαρο. Η στέρνα σκεπάζεται από ένα μικρό, μολυβοσκέπαστο και στολισμένο τρούλο και στα δεξιά του σιντριβανιού υπάρχει μία μικρή δεξαμενή νερού. Ο μιναρές του ναού ήταν παλιό καμπαναριό, όμως η κορυφή του φτιάχτηκε σύμφωνα με την αρχιτεκτονική των μιναρέδων και προστέθηκε και ένα μπαλκόνι για την πρόσκληση της προσευχής. Αυτό το όμορφο τζαμί μοιάζει με περίπτερο του παραδείσου, έτσι που βρίσκεται σε 300 βήματα πλατύ κήπο του Ιρέμ με τριαντάφυλλα και υάκινθους. Οι τρούλοι του τζαμιού είναι κόκκινοι και σοβαντισμένοι με κουρασάνι και ασβέστη. Γύρω υπάρχουν τα δωμάτια των μαθητών, το σχολείο, ο μεντρεσές και άλλα όμορφα κτίρια”.
Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε μέχρι το 1922, όταν οι τελευταίοι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν το Ηράκλειο με την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), ο έρημος ναός χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση προσφύγων και στη συνέχεια ως πρόχειρο αφοδευτήριο και τόπος απορριμμάτων, ιδιαίτερα το παρεκκλήσι των Αγίων Δέκα.
Στους βομβαρδισμούς του Ηρακλείου κατά τη Μάχη της Κρήτης, η Αγία Αικατερίνη έπαθε σοβαρές ζημιές. Δύο βόμβες τρύπησαν τη στέγη, η μία του κεντρικού κλίτους και η άλλη το τμήμα που συνέδεε την Αγία Αικατερίνη με το παρεκκλήσι των Αγίων Δέκα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τον ναό ως αποθήκη και αυτοκινητοστάσιο.
Το παρεκκλήσι, ωστόσο, δεν έπαθε σοβαρές ζημιές και ο τότε πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου του Αγίου Μηνά Γεώργιος Κριτσωτάκης έπεισε το συμβούλιο να επισκευαστεί και να αποκατασταθεί. Τότε επισκευάστηκε και εξωραΐστηκε εσωτερικά και εξωτερικά, χωρίστηκε το Ιερό Βήμα, κατασκευάστηκε κόγχη και διαρρυθμίστηκε ο τοίχος σε Πρόθεση, ανοίχτηκε χωνευτήριο, τοποθετήθηκαν δοκάρια ως πρόχειρο εικονοστάσι και σε αυτό αναρτήθηκαν προσωρινά οι εικόνες του τέμπλου του μικρού Αγίου Μηνά. Στις 24 Νοεμβρίου 1943 έγινε η πρώτη λειτουργία.
Ενώ το συνεχόμενο παρεκκλήσι των Αγίων Δέκα λειτουργούσε κανονικά, ο ναός επισκευάστηκε και αποκαταστάθηκε με δαπάνες του εφεδρικού ταμείου Ηρακλείου και χρησιμοποιείτο για τα κατηχητικά σχολεία της πόλης και ως αίθουσα διαλέξεων.
Από το 1967 μέχρι σήμερα, στον χώρο στεγάζεται έκθεση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης με αντιπροσωπευτικά κειμήλια της κρητικής Αναγέννησης, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι φορητές εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Επίσης, εκτίθενται συλλογές με εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία, άμφια και αποτοιχισμένες τοιχογραφίες.